- φακιάλιον
- και πακιάλιον, τὸ, Αβλ. φακιόλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
MAFORIUM — Graecobarh. Μαφώριον: Stola seu pallium, cum feminarum, tum Monachorum, Isidor. Orig. l. 10. c. 25. de palliis feminarum Stola, atronale operimentum, quod coopertô capite et scapulâ a dextro latere in laevum humerum mittitur: Graeceque hinc, quod … Hofmann J. Lexicon universale
πακιάλιον — πακιάλιον, τὸ (Α) βλ. φακιάλιον … Dictionary of Greek
σαλοφακίαλος — ον, Μ 1. παρωνύμιο επισκόπου τού οποίου η μίτρα στεκόταν στο κεφάλι του με αστάθεια 2. μτφ. άνθρωπος ασταθής, που αλλάζει διαρκώς τις απόψεις του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος + φακιάλιον «είδος κεφαλόδεσμου»] … Dictionary of Greek
φακιόλι — το / φακιόλιον, ΝΜΑ, και φακεόλιον και φακεώλιον και φακιώλιον και φακιάλιον και φακιάριον και πακιάλιον Α είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου, αλλ. μαντίλα, τσεμπέρι, τουλπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faciāle «μαντίλι» < λατ. facies «όψη, πρόσωπο»] … Dictionary of Greek